ἀφιέρωσε

ἀφιέρωσε
ἀ̱φιέρωσε , ἀφιερόω
hallow
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀφῑέρωσε , ἀφιερόω
hallow
aor ind act 3rd sg
ἀφιερόω
hallow
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἀφιερόω
hallow
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Ντελακρουά, Εζέν — (Ferdinand Victor Eugene Delacroix, Σεν Μορίς, Σαραντόν 1798 – Παρίσι 1863). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Ήταν ο αρχηγός της γαλλικής ρομαντικής σχολής και μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού ρομαντισμού. Γιος αντιπρόσωπου της… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • Αίλιος Τούμπερος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Φίλος του Κικέρωνα, που έγινε το 49 π.Χ. διοικητής Αφρικής. Ο Αινεσίδημος του αφιέρωσε τους Πυρρωνείους λόγους του. Έγραψε μια ιστορική μελέτη σε 14 τόμους, που αφορούσε την περίοδο από την ίδρυση… …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Μίλτον, Τζον — (John Milton, Λονδίνο 1608 – 1674). Άγγλος ποιητής. Φοίτησε στο Christ’s College του Κέιμπριτζ, από όπου έλαβε το πτυχίο του το 1629 και τρία χρόνια αργότερα ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Αποσύρθηκε στη συνέχεια στο εξοχικό σπίτι… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”